- χειρισμός
- οη ενέργεια του χειρίζομαι, τρόπος κατά τον οποίο χειριζόμαστε κάτι: Γνωρίζει άριστα το χειρισμό του όπλου αυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειρισμός — handling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμός — ο, ΝΑ [χειρίζω / ομαι] 1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός τής μηχανής» β. «οι χειρισμοί τού υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι… … Dictionary of Greek
χειρισμοῖς — χειρισμός handling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμοῦ — χειρισμός handling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμούς — χειρισμός handling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῶν — χειρισμός handling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμῷ — χειρισμός handling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρισμόν — χειρισμός handling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
δασοκομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία 2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek